- συσκευάζομαι
- συσκευάζομαι, συσκευάστηκα, συσκευασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συσκευάζω — ΝΜΑ [σκευάζω] νεοελλ. 1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω 2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος 3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα μσν. αρχ. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους… … Dictionary of Greek